Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπέρπονος — ον, Α καταβεβλημένος από υπέρμετρους κόπους («διὰ γῆρας ὑπέρπονος γενόμενος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πόνος (πρβλ. ἐπί πονος)] … Dictionary of Greek
ὑπέρπονοι — ὑπέρπονος quite worn out masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)